- ἐπισχηματίζων
- ἐπισχηματίζωmake uppres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισχηματίζω — ἐπισχηματίζω (Α) διαπλάθω, διαμορφώνω («ἐπισχηματίζων τὸ πρόσωπον εἰς λύπην», Ιώσ.) … Dictionary of Greek